τρέμεις

τρέμεις
τρέμω
tremble
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ωχριώ — ὠχριῶ, άω, ΝΜΑ γίνομαι ωχρός, χλομιάζω, κιτρινίζω («τί τρέμεις καὶ ὠχριᾱς;», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω 2. φρ. «ωχριώ μπροστά σε κάποιον [ή σε κάτι]» μτφ. φαίνομαι πολύ κατώτερος, υστερώ, υπολείπομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”